- διαμμοιρηδά
- διαμμοιρηδά, Adv.A dividing in twain,
μέσσην νύκτα δ. φυλάξας A.R.3.1029
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσσην νύκτα δ. φυλάξας A.R.3.1029
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] … Dictionary of Greek
διαμμοιρηδά — dividing in twain indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)